- νυσταγμοειδής
- -έςιατρ. αυτός που μοιάζει με νυσταγμό («νυσταγμοειδείς κινήσεις τών οφθαλμών»).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nystagmoid < νεολατ. nystagmus (< νυσταγμός) + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.